Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τέρετρον
τερέω
τερηδονίζομαι
τερηδονισμός
τερηδών
τέρην
τερθρεία
τερθρεύομαι
τερθρεύς
τέρθριος
View word page
τερετισμός
trilling
ShortDef
trilling
Debugging
Headword:
τερετισμός
Headword (normalized):
τερετισμός
Headword (normalized/stripped):
τερετισμος
IDX:
87356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87357
Key:
Data
{'content': 'trilling'}