Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τέρετρον
τερέω
τερηδονίζομαι
τερηδονισμός
τερηδών
τέρην
τερθρεία
View word page
τερενόχρως
with tender skin

ShortDef

with tender skin

Debugging

Headword:
τερενόχρως
Headword (normalized):
τερενόχρως
Headword (normalized/stripped):
τερενοχρως
IDX:
87353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87354
Key:

Data

{'content': 'with tender skin'}