Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τέρετρον
τερέω
τερηδονίζομαι
View word page
τερατωπός
marvellous-looking

ShortDef

marvellous-looking

Debugging

Headword:
τερατωπός
Headword (normalized):
τερατωπός
Headword (normalized/stripped):
τερατωπος
IDX:
87349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87350
Key:

Data

{'content': 'marvellous-looking'}