Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τέρετρον
τερέω
View word page
τερατώδης
portentous

ShortDef

portentous

Debugging

Headword:
τερατώδης
Headword (normalized):
τερατώδης
Headword (normalized/stripped):
τερατωδης
IDX:
87348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87349
Key:

Data

{'content': 'portentous'}