Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τέρετρον
View word page
τερατουργός
wonder-worker
ShortDef
wonder-worker
Debugging
Headword:
τερατουργός
Headword (normalized):
τερατουργός
Headword (normalized/stripped):
τερατουργος
IDX:
87347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87348
Key:
Data
{'content': 'wonder-worker'}