Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερατόμορφος
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
View word page
τερατουργία
love of the marvellous

ShortDef

love of the marvellous

Debugging

Headword:
τερατουργία
Headword (normalized):
τερατουργία
Headword (normalized/stripped):
τερατουργια
IDX:
87346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87347
Key:

Data

{'content': 'love of the marvellous'}