Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερατολόγος
τερατόμορφος
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
View word page
τερατούργημα
miracle
ShortDef
miracle
Debugging
Headword:
τερατούργημα
Headword (normalized):
τερατούργημα
Headword (normalized/stripped):
τερατουργημα
IDX:
87345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87346
Key:
Data
{'content': 'miracle'}