Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερατολόγημα
τερατολογία
τερατολόγος
τερατόμορφος
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
τερεβινθίζω
τερεβινθώδης
τερενόχρως
View word page
τερατοτοκέω
give birth to a monster

ShortDef

give birth to a monster

Debugging

Headword:
τερατοτοκέω
Headword (normalized):
τερατοτοκέω
Headword (normalized/stripped):
τερατοτοκεω
IDX:
87343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87344
Key:

Data

{'content': 'give birth to a monster'}