Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερατογραφέω
τερατοεργάτης
τερατολογέω
τερατολόγημα
τερατολογία
τερατολόγος
τερατόμορφος
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τεργηστόν
View word page
τερατοπρόσωπος
with monstrous face

ShortDef

with monstrous face

Debugging

Headword:
τερατοπρόσωπος
Headword (normalized):
τερατοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
τερατοπροσωπος
IDX:
87340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87341
Key:

Data

{'content': 'with monstrous face'}