Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τερατογόνος
τερατογραφέω
τερατοεργάτης
τερατολογέω
τερατολόγημα
τερατολογία
τερατολόγος
τερατόμορφος
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
View word page
τερατοποιός
working
ShortDef
working
Debugging
Headword:
τερατοποιός
Headword (normalized):
τερατοποιός
Headword (normalized/stripped):
τερατοποιος
IDX:
87339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87340
Key:
Data
{'content': 'working'}