Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τερατογονία
τερατογόνος
τερατογραφέω
τερατοεργάτης
τερατολογέω
τερατολόγημα
τερατολογία
τερατολόγος
τερατόμορφος
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
View word page
τερατοποιία
miracle-mongering

ShortDef

miracle-mongering

Debugging

Headword:
τερατοποιία
Headword (normalized):
τερατοποιία
Headword (normalized/stripped):
τερατοποιια
IDX:
87338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87339
Key:

Data

{'content': 'miracle-mongering'}