Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικατολισθαίνω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
ἀντικέλευθος
ἀντικελεύω
View word page
ἀντικαταφυτεύω
plant instead

ShortDef

plant instead

Debugging

Headword:
ἀντικαταφυτεύω
Headword (normalized):
ἀντικαταφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταφυτευω
IDX:
8732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8733
Key:

Data

{'content': 'plant instead'}