Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεράμων2
τέρας
τερασκόπος
τέρασμα
τερασπορία
τεράστιος
τερατεία
τεράτευμα
τερατεύομαι
τερατίας
τερατικῶς
τερατογονία
τερατογόνος
τερατογραφέω
τερατοεργάτης
τερατολογέω
τερατολόγημα
τερατολογία
τερατολόγος
τερατόμορφος
τερατόομαι
View word page
τερατικῶς
wonderfully
ShortDef
wonderfully
Debugging
Headword:
τερατικῶς
Headword (normalized):
τερατικῶς
Headword (normalized/stripped):
τερατικως
IDX:
87327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87328
Key:
Data
{'content': 'wonderfully'}