Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεράζω
τέραμνον
τέραμνον2
τεραμότης
τεράμων
τεράμων2
τέρας
τερασκόπος
τέρασμα
τερασπορία
τεράστιος
τερατεία
τεράτευμα
τερατεύομαι
τερατίας
τερατικῶς
τερατογονία
τερατογόνος
τερατογραφέω
τερατοεργάτης
τερατολογέω
View word page
τεράστιος
monstrous

ShortDef

monstrous

Debugging

Headword:
τεράστιος
Headword (normalized):
τεράστιος
Headword (normalized/stripped):
τεραστιος
IDX:
87322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87323
Key:

Data

{'content': 'monstrous'}