Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεπόριον
τεράζω
τέραμνον
τέραμνον2
τεραμότης
τεράμων
τεράμων2
τέρας
τερασκόπος
τέρασμα
τερασπορία
τεράστιος
τερατεία
τεράτευμα
τερατεύομαι
τερατίας
τερατικῶς
τερατογονία
τερατογόνος
τερατογραφέω
τερατοεργάτης
View word page
τερασπορία
sowing of portents

ShortDef

sowing of portents

Debugging

Headword:
τερασπορία
Headword (normalized):
τερασπορία
Headword (normalized/stripped):
τερασπορια
IDX:
87321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87322
Key:

Data

{'content': 'sowing of portents'}