Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τενθρηνιώδης
τενοντάγρα
τενοντοκοπέω
τενοντότρωτος
τένων
τέξις
τεός
τεπόριον
τεράζω
τέραμνον
τέραμνον2
τεραμότης
τεράμων
τεράμων2
τέρας
τερασκόπος
τέρασμα
τερασπορία
τεράστιος
τερατεία
τεράτευμα
View word page
τέραμνον2
[lexical cite]

ShortDef

chambers, a house
[lexical cite]

Debugging

Headword:
τέραμνον2
Headword (normalized):
τέραμνον
Headword (normalized/stripped):
τεραμνον2
IDX:
87314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87315
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}