Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικατολισθαίνω
Ἀντικάτων
ἀντίκειμαι
View word page
ἀντικαταφέρομαι
to be carried down again

ShortDef

to be carried down again

Debugging

Headword:
ἀντικαταφέρομαι
Headword (normalized):
ἀντικαταφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
αντικαταφερομαι
IDX:
8730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8731
Key:

Data

{'content': 'to be carried down again'}