Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
ἀντικατηγορητικός
ἀντικατηγορία
ἀντικατολισθαίνω
View word page
ἀντικατατείνω
to stretch out

ShortDef

to stretch out

Debugging

Headword:
ἀντικατατείνω
Headword (normalized):
ἀντικατατείνω
Headword (normalized/stripped):
αντικατατεινω
IDX:
8728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8729
Key:

Data

{'content': 'to stretch out'}