Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεμαχίτης
τεμαχοπώλης
τέμαχος
τεμενίζω
τεμενικός
τεμένιος
τεμένισμα
τεμενίτης
τεμενῖτις
τέμενος
τεμενουρός
τεμενοῦχος
τέμνω
τέμνω2
Τέμπεα
Τεμπείτης
Τεμπικός
Τεμπόθεν
Τεμπώδης
τεναγίζω
τεναγῖτις
View word page
τεμενουρός
guardian of a τέμενος

ShortDef

guardian of a τέμενος

Debugging

Headword:
τεμενουρός
Headword (normalized):
τεμενουρός
Headword (normalized/stripped):
τεμενουρος
IDX:
87280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87281
Key:

Data

{'content': 'guardian of a τέμενος'}