Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τελωνεῖον
τελωνέω
τελώνης
τελωνία
τελωνιάς
τελωνικός
τελώνιον
τελωνίσιμος
τεμαχί
τεμαχίζω
τεμαχισμός
τεμαχιστός
τεμαχίτης
τεμαχοπώλης
τέμαχος
τεμενίζω
τεμενικός
τεμένιος
τεμένισμα
τεμενίτης
τεμενῖτις
View word page
τεμαχισμός
cutting up, slicing

ShortDef

cutting up, slicing

Debugging

Headword:
τεμαχισμός
Headword (normalized):
τεμαχισμός
Headword (normalized/stripped):
τεμαχισμος
IDX:
87268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87269
Key:

Data

{'content': 'cutting up, slicing'}