Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
ἀντικαταφρονέω
ἀντικαταφυτεύω
ἀντικαταχωρισμός
ἀντικατέχω
ἀντικατηγορέω
View word page
ἀντικαταστρατοπεδεύω
to encamp opposite
ShortDef
to encamp opposite
Debugging
Headword:
ἀντικαταστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
ἀντικαταστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταστρατοπεδευω
Intro Text:
to encamp opposite
IDX:
8725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8726
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to encamp opposite" }