Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τελεταρχέω
τελετάρχης
τελεταρχικός
τελετή
τελευτά
τελευταῖος
Τελεύτας
τελευτάω
τελευτή
τελευτητέον
τελέω
τελήεις
τέλθος
τελιάζω
τελικός
τελίσκω
τελλίνη
Τέλλος
τέλλω
τέλμα
τελματιαῖος
View word page
τελέω
to complete, fulfil, accomplish

ShortDef

to complete, fulfil, accomplish

Debugging

Headword:
τελέω
Headword (normalized):
τελέω
Headword (normalized/stripped):
τελεω
IDX:
87236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87237
Key:

Data

{'content': 'to complete, fulfil, accomplish'}