Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τελεσφόρος
τελετά
τελεταρχέω
τελετάρχης
τελεταρχικός
τελετή
τελευτά
τελευταῖος
Τελεύτας
τελευτάω
τελευτή
τελευτητέον
τελέω
τελήεις
τέλθος
τελιάζω
τελικός
τελίσκω
τελλίνη
Τέλλος
τέλλω
View word page
τελευτή
a finishing, completion, accomplishment
ShortDef
a finishing, completion, accomplishment
Debugging
Headword:
τελευτή
Headword (normalized):
τελευτή
Headword (normalized/stripped):
τελευτη
IDX:
87234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87235
Key:
Data
{'content': 'a finishing, completion, accomplishment'}