Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τελεσσίτοκος
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστής
Τελέστης
τελεστικός
τελεστός
τέλεστρα
τελέστωρ
τελεσφορέω
τελεσφόρησις
τελεσφορία
τελεσφόρος
Τελεσφόρος
τελετά
τελεταρχέω
τελετάρχης
τελεταρχικός
τελετή
τελευτά
τελευταῖος
View word page
τελεσφόρησις
mature development

ShortDef

mature development

Debugging

Headword:
τελεσφόρησις
Headword (normalized):
τελεσφόρησις
Headword (normalized/stripped):
τελεσφορησις
IDX:
87221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87222
Key:

Data

{'content': 'mature development'}