Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τελεσσίγονος
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίτοκος
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστής
Τελέστης
τελεστικός
τελεστός
τέλεστρα
τελέστωρ
τελεσφορέω
τελεσφόρησις
τελεσφορία
τελεσφόρος
Τελεσφόρος
τελετά
τελεταρχέω
τελετάρχης
τελεταρχικός
τελετή
View word page
τελέστωρ
a priest

ShortDef

a priest

Debugging

Headword:
τελέστωρ
Headword (normalized):
τελέστωρ
Headword (normalized/stripped):
τελεστωρ
IDX:
87219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87220
Key:

Data

{'content': 'a priest'}