Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τέλεσις
τελεσιυργός
τέλεσμα
τελεσμός
τελεσσίγαμος
τελεσσίγονος
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίτοκος
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστής
Τελέστης
τελεστικός
τελεστός
τέλεστρα
τελέστωρ
τελεσφορέω
τελεσφόρησις
τελεσφορία
τελεσφόρος
Τελεσφόρος
View word page
τελεστής
an official
ShortDef
an official
Debugging
Headword:
τελεστής
Headword (normalized):
τελεστής
Headword (normalized/stripped):
τελεστης
IDX:
87214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87215
Key:
Data
{'content': 'an official'}