Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργία
τελεσιουργός
τέλεσις
τελεσιυργός
τέλεσμα
τελεσμός
τελεσσίγαμος
τελεσσίγονος
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίτοκος
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστής
Τελέστης
τελεστικός
τελεστός
τέλεστρα
τελέστωρ
τελεσφορέω
View word page
τελεσσιδώτειρα
she that gives completeness
ShortDef
she that gives completeness
Debugging
Headword:
τελεσσιδώτειρα
Headword (normalized):
τελεσσιδώτειρα
Headword (normalized/stripped):
τελεσσιδωτειρα
IDX:
87210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87211
Key:
Data
{'content': 'she that gives completeness'}