Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τελέσιος
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργία
τελεσιουργός
τέλεσις
τελεσιυργός
τέλεσμα
τελεσμός
τελεσσίγαμος
τελεσσίγονος
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίτοκος
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστής
Τελέστης
τελεστικός
τελεστός
τέλεστρα
τελέστωρ
View word page
τελεσσίγονος
perfecting
ShortDef
perfecting
Debugging
Headword:
τελεσσίγονος
Headword (normalized):
τελεσσίγονος
Headword (normalized/stripped):
τελεσσιγονος
IDX:
87209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87210
Key:
Data
{'content': 'perfecting'}