Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
ἀντικατάστασις
ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάσχεσις
ἀντικατάτασις
ἀντικατατείνω
ἀντικατατρέχω
ἀντικαταφέρομαι
View word page
ἀντικαταμύω
shut one's eyes in turn

ShortDef

shut one's eyes in turn

Debugging

Headword:
ἀντικαταμύω
Headword (normalized):
ἀντικαταμύω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταμυω
IDX:
8720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8721
Key:

Data

{'content': "shut one's eyes in turn"}