Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τελεσιάς
τελεσίερος
τελεσικαρπέω
τελέσιος
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργία
τελεσιουργός
τέλεσις
τελεσιυργός
τέλεσμα
τελεσμός
τελεσσίγαμος
τελεσσίγονος
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίτοκος
τελεσσίφρων
τελεστήριον
τελεστής
Τελέστης
τελεστικός
View word page
τέλεσμα
money paid

ShortDef

money paid

Debugging

Headword:
τέλεσμα
Headword (normalized):
τέλεσμα
Headword (normalized/stripped):
τελεσμα
IDX:
87206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87207
Key:

Data

{'content': 'money paid'}