Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τελενικίζω
τελεοδρομέω
τελεοδρόμος
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιάς
τελεσίερος
τελεσικαρπέω
τελέσιος
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργία
τελεσιουργός
τέλεσις
τελεσιυργός
τέλεσμα
τελεσμός
τελεσσίγαμος
τελεσσίγονος
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίτοκος
View word page
τελεσιούργημα
an accomplished purpose

ShortDef

an accomplished purpose

Debugging

Headword:
τελεσιούργημα
Headword (normalized):
τελεσιούργημα
Headword (normalized/stripped):
τελεσιουργημα
IDX:
87201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87202
Key:

Data

{'content': 'an accomplished purpose'}