Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τελειωτής
τελειωτικός
τελενικίζω
τελεοδρομέω
τελεοδρόμος
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιάς
τελεσίερος
τελεσικαρπέω
τελέσιος
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργία
τελεσιουργός
τέλεσις
τελεσιυργός
τέλεσμα
τελεσμός
τελεσσίγαμος
τελεσσίγονος
View word page
τελέσιος
finishing
ShortDef
finishing
Debugging
Headword:
τελέσιος
Headword (normalized):
τελέσιος
Headword (normalized/stripped):
τελεσιος
IDX:
87199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87200
Key:
Data
{'content': 'finishing'}