Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τελειοποιέω
τέλειος
τελειότης
τελειοτοκέω
τελειουργέω
τελειόω
τελείωμα
τελείωσις
τελειωτής
τελειωτικός
τελενικίζω
τελεοδρομέω
τελεοδρόμος
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιάς
τελεσίερος
τελεσικαρπέω
τελέσιος
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
View word page
τελενικίζω
make empty
ShortDef
make empty
Debugging
Headword:
τελενικίζω
Headword (normalized):
τελενικίζω
Headword (normalized/stripped):
τελενικιζω
IDX:
87191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87192
Key:
Data
{'content': 'make empty'}