Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τελέαρχος
τελέθω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
τέλειος
τελειότης
τελειοτοκέω
τελειουργέω
τελειόω
τελείωμα
τελείωσις
τελειωτής
τελειωτικός
τελενικίζω
τελεοδρομέω
τελεοδρόμος
τελεόμηνος
Τελέοντες
τελεσιάς
View word page
τελειόω
to make perfect, complete
ShortDef
to make perfect, complete
Debugging
Headword:
τελειόω
Headword (normalized):
τελειόω
Headword (normalized/stripped):
τελειοω
IDX:
87186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87187
Key:
Data
{'content': 'to make perfect, complete'}