Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τελαμωνιάδας
Τελαμωνιάδης
τελαμωνίζω
Τελαμώνιος
τελάρχης
τελέαρχος
τελέθω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
τέλειος
τελειότης
τελειοτοκέω
τελειουργέω
τελειόω
τελείωμα
τελείωσις
τελειωτής
τελειωτικός
τελενικίζω
View word page
τελειοποιέω
make perfect
ShortDef
make perfect
Debugging
Headword:
τελειοποιέω
Headword (normalized):
τελειοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τελειοποιεω
IDX:
87181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87182
Key:
Data
{'content': 'make perfect'}