Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεκτονεύω
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτονόχειρ
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
Τελαμών
Τελαμωνιάδας
Τελαμωνιάδης
τελαμωνίζω
Τελαμώνιος
τελάρχης
τελέαρχος
τελέθω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
τέλειος
τελειότης
View word page
τελαμωνίζω
bind up a wound
ShortDef
bind up a wound
Debugging
Headword:
τελαμωνίζω
Headword (normalized):
τελαμωνίζω
Headword (normalized/stripped):
τελαμωνιζω
IDX:
87173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87174
Key:
Data
{'content': 'bind up a wound'}