Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεκταίνομαι
τεκτόναρχος
τεκτονεῖον
τεκτονεύω
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτονόχειρ
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
Τελαμών
Τελαμωνιάδας
Τελαμωνιάδης
τελαμωνίζω
Τελαμώνιος
τελάρχης
τελέαρχος
τελέθω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειοκαρπέω
View word page
Τελαμών
Telamon

ShortDef

a broad strap for bearing
Telamon

Debugging

Headword:
Τελαμών
Headword (normalized):
τελαμών
Headword (normalized/stripped):
τελαμων
IDX:
87170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87171
Key:

Data

{'content': 'Telamon'}