Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτόναρχος
τεκτονεῖον
τεκτονεύω
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτονόχειρ
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
Τελαμών
Τελαμωνιάδας
Τελαμωνιάδης
τελαμωνίζω
Τελαμώνιος
τελάρχης
τελέαρχος
τελέθω
τελειογονέω
View word page
τέκτων
any worker in wood

ShortDef

any worker in wood

Debugging

Headword:
τέκτων
Headword (normalized):
τέκτων
Headword (normalized/stripped):
τεκτων
IDX:
87168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87169
Key:

Data

{'content': 'any worker in wood'}