Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωμα
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτόναρχος
τεκτονεῖον
τεκτονεύω
τεκτονία
τεκτονικός
τεκτονόχειρ
τεκτοσύνη
τέκτων
τελαμών
Τελαμών
Τελαμωνιάδας
Τελαμωνιάδης
τελαμωνίζω
Τελαμώνιος
τελάρχης
View word page
τεκτονικός
practised

ShortDef

practised

Debugging

Headword:
τεκτονικός
Headword (normalized):
τεκτονικός
Headword (normalized/stripped):
τεκτονικος
IDX:
87165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87166
Key:

Data

{'content': 'practised'}