Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεκνοποιός
τεκνοραίστης
τεκνοσπορία
τεκνοσπορικός
τεκνοσπόρος
τεκνοσσόος
τεκνοστοργής
τεκνοτροφέω
τεκνοτροφία
τεκνοτρώκτης
τεκνοῦς
τεκνοφαγία
τεκνοφάγος
τεκνοφονέω
τεκνοφόνος
τεκνόω
τέκνωμα
τέκνωσις
τέκος
τεκταίνομαι
τεκτόναρχος
View word page
τεκνοῦς
having borne children

ShortDef

having borne children

Debugging

Headword:
τεκνοῦς
Headword (normalized):
τεκνοῦς
Headword (normalized/stripped):
τεκνους
IDX:
87151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87152
Key:

Data

{'content': 'having borne children'}