Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
ἀντικαταρρέω
ἀντικατασκευάζω
View word page
ἀντικαταλείπω
to leave in one's stead

ShortDef

to leave in one's stead

Debugging

Headword:
ἀντικαταλείπω
Headword (normalized):
ἀντικαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταλειπω
IDX:
8713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8714
Key:

Data

{'content': "to leave in one's stead"}