Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοδαίτης
τεκνοδότης
τεκνόθρεπτος
τεκνοκτονέω
τεκνοκτονία
τεκνοκτόνος
τεκνόκτονος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
τεκνοποιητικός
τεκνοποιία
τεκνόποινος
τεκνοποιός
τεκνοραίστης
τεκνοσπορία
τεκνοσπορικός
τεκνοσπόρος
View word page
τεκνολέτειρα
having lost one's young

ShortDef

having lost one's young

Debugging

Headword:
τεκνολέτειρα
Headword (normalized):
τεκνολέτειρα
Headword (normalized/stripped):
τεκνολετειρα
IDX:
87135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87136
Key:

Data

{'content': "having lost one's young"}