Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεκμηρίωμα
τεκμηρίωσις
Τέκμησσα
τεκμορεῖοι
τεκμορεύω
τεκνίδιον
τεκνίον
τεκνογέννητος
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοδαίτης
τεκνοδότης
τεκνόθρεπτος
τεκνοκτονέω
τεκνοκτονία
τεκνοκτόνος
τεκνόκτονος
τεκνολέτειρα
τέκνον
τεκνοποιέω
View word page
τεκνογόνος
begetting
ShortDef
begetting
Debugging
Headword:
τεκνογόνος
Headword (normalized):
τεκνογόνος
Headword (normalized/stripped):
τεκνογονος
IDX:
87127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87128
Key:
Data
{'content': 'begetting'}