Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
τεκμαρτός
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκμηρίωμα
τεκμηρίωσις
Τέκμησσα
τεκμορεῖοι
τεκμορεύω
τεκνίδιον
τεκνίον
τεκνογέννητος
τεκνογονέω
τεκνογονία
τεκνογόνος
τεκνοδαίτης
τεκνοδότης
View word page
Τέκμησσα
Tecmessa
ShortDef
Tecmessa
Debugging
Headword:
Τέκμησσα
Headword (normalized):
τέκμησσα
Headword (normalized/stripped):
τεκμησσα
IDX:
87119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87120
Key:
Data
{'content': 'Tecmessa'}