Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
ἀντικαταπλήσσω
View word page
ἀντικαταλαμβάνω
take possession of in turn

ShortDef

take possession of in turn

Debugging

Headword:
ἀντικαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἀντικαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
αντικαταλαμβανω
IDX:
8711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8712
Key:

Data

{'content': 'take possession of in turn'}