Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάνθαρον
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω
ἀντικαταβάλλω
ἀντικατάγω
ἀντικαταδύνω
ἀντικαταδύομαι
ἀντικατάδυσις
ἀντικαταθνῄσκω
ἀντικατακλείω
ἀντικαταλαμβάνω
ἀντικαταλέγω
ἀντικαταλείπω
ἀντικαταλλαγή
ἀντικατάλλαγμα
ἀντικαταλλακτέον
ἀντικατάλλαξις
ἀντικαταλλάσσομαι
ἀντικαταμετρέω
ἀντικαταμύω
View word page
ἀντικατακλείω
to be enclosed in turn

ShortDef

to be enclosed in turn

Debugging

Headword:
ἀντικατακλείω
Headword (normalized):
ἀντικατακλείω
Headword (normalized/stripped):
αντικατακλειω
IDX:
8710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8711
Key:

Data

{'content': 'to be enclosed in turn'}