Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τεκμαίρομαι
τεκμαίρω
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
τεκμαρτός
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκμηρίωμα
τεκμηρίωσις
View word page
τεκμαίρω
bear witness, give proof(of)

ShortDef

bear witness, give proof(of)

Debugging

Headword:
τεκμαίρω
Headword (normalized):
τεκμαίρω
Headword (normalized/stripped):
τεκμαιρω
IDX:
87108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87109
Key:

Data

{'content': 'bear witness, give proof(of)'}