Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τεκμαίρομαι
τεκμαίρω
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
τεκμαρτός
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
τεκμηρίωμα
View word page
τεκμαίρομαι
to fix by a mark

ShortDef

to fix by a mark

Debugging

Headword:
τεκμαίρομαι
Headword (normalized):
τεκμαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
τεκμαιρομαι
IDX:
87107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87108
Key:

Data

{'content': 'to fix by a mark'}