Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τεκμαίρομαι
τεκμαίρω
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
τεκμαρτός
τεκμήριον
τεκμηριόω
τεκμηριώδης
View word page
τειχύδριον
dim. of τεῖχος
ShortDef
dim. of τεῖχος
Debugging
Headword:
τειχύδριον
Headword (normalized):
τειχύδριον
Headword (normalized/stripped):
τειχυδριον
IDX:
87106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87107
Key:
Data
{'content': 'dim. of τεῖχος'}