Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τειχομαχία
τειχομαχικός
τειχομάχος
τειχομελής
τειχοποιέω
τειχοποιία
τειχοποιικός
τειχοποιός
τεῖχος
τειχοσκοπία
τειχοφυλακέω
τειχοφύλαξ
τειχύδριον
τεκμαίρομαι
τεκμαίρω
τέκμαρ
τέκμαρσις
τεκμαρτέος
τεκμαρτικός
τεκμαρτός
τεκμήριον
View word page
τειχοφυλακέω
to guard the walls

ShortDef

to guard the walls

Debugging

Headword:
τειχοφυλακέω
Headword (normalized):
τειχοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
τειχοφυλακεω
IDX:
87104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87105
Key:

Data

{'content': 'to guard the walls'}